- ντουμπλές
- ο1) дубль (в разн. знач ); 2) позолоченный, посеребрённый металл
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντουμπλές — ο 1. μέταλλο με λεπτότατο επίχρισμα από χρυσό ή άργυρο 2. πράγμα που επαναλαμβάνεται δύο φορές ή που αποτελείται από δύο τμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. double «διπλός» < λατ. duplus «διπλός, διπλάσιος»] … Dictionary of Greek